- αμαξόβιος
- -α, -ο (Α ἁμαξόβιος, -ον)1. (για νομάδες) αυτός που χρησιμοποιεί την άμαξα και ως κατοικία2. αυτός που τού αρέσει να περνά τον καιρό του επάνω σε άμαξα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + βίος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁμαξόβιον — ἁμαξόβιος living in wagons masc/fem acc sg ἁμαξόβιος living in wagons neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξοβίοις — ἁμαξόβιος living in wagons masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξοβίους — ἁμαξόβιος living in wagons masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξοβίων — ἁμαξόβιος living in wagons masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξόβιοι — ἁμαξόβιος living in wagons masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) … Dictionary of Greek
αμάξοικος — ἁμάξοικος, ον (Α) αυτός που κατοικεί σε άμαξα, ο αμαξόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + οἶκος < οἶκος] … Dictionary of Greek
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
ՍԱՅԼԱՏՈՒՆՔ — ( ) NBH 2 0692 Chronological Sequence: Early classical ա.գ. ՍԱՅԼԱՏՈՒՔ կամ ՍԱՅԼԱՏՈՒՆՔ. ἀμαξοβίος in plaustris habitans. որ եւ ՎԱՉԿԱՏՈՒՆՔ. եւ ՎԱՐՉԱՒՈՐՔ. Բնակեալք կամ ʼի սայլս ʼի վաչէս աստանդական կենօք, (ոյք վարեն վարչօք ղեզինս սայլից). յն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՍԱՅԼԱՏՈՒՔ — ( ) NBH 2 0692 Chronological Sequence: Early classical ա.գ. ՍԱՅԼԱՏՈՒՔ կամ ՍԱՅԼԱՏՈՒՆՔ. ἀμαξοβίος in plaustris habitans. որ եւ ՎԱՉԿԱՏՈՒՆՔ. եւ ՎԱՐՉԱՒՈՐՔ. Բնակեալք կամ ʼի սայլս ʼի վաչէս աստանդական կենօք, (ոյք վարեն վարչօք ղեզինս սայլից). յն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)